επικοινωνία

επικοινωνία
η (Α ἐπικοινωνία) [επικοινωνώ]
κάθε είδους επαφή, επιμιξία, συνάφεια, μεταξύ ατόμων, λαών, χωρών κ.λπ., αμοιβαιότητα σχέσεων
νεοελλ.
1. συγκοινωνία
2. η επαφή με συγγραφείς τού παρελθόντος με τη μελέτη τών έργων τους
3. (στον πνευματισμό) συνεννόηση με πνεύματα με τη μεσολάβηση ατόμων που έχουν ιδιάζουσες ψυχικές ιδιότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επικοινωνία — η 1. συνάφεια, σχέση, επαφή (σε υλικό, ηθικό ή πνευματικό πεδίο) μεταξύ ατόμων, λαών, χωρών κτλ. 2. η επαφή με (μεγάλους) συγγραφείς που γίνεται με την ανάγνωση των έργων τους. 3. το σύστημα διακίνησης πληροφοριών, αναφορών και εντολών σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • μεσοκοιλιακή επικοινωνία — Τρύπα στο διάφραγμα ανάμεσα στις δύο κοιλίες της καρδιάς. Αποτελεί την πιο συνηθισμένη συγγενή ανωμαλία της καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • μεσοκολπική επικοινωνία — Τρύπα στα τοιχώματα ανάμεσα στους δύο κόλπους της καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • ἐπικοινωνίας — ἐπικοινωνίᾱς , ἐπικοινωνία interrelation fem acc pl ἐπικοινωνίᾱς , ἐπικοινωνία interrelation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικοινωνίαν — ἐπικοινωνίᾱν , ἐπικοινωνία interrelation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”